Το 1960 δύο μεγάλες ταινίες του φανταστικού βγήκαν στις αίθουσες. Η πρώτη ήταν το φημισμένο «Ψυχώ» του Άλφρεντ Χίτκσοκ και η δεύτερη «Ο ηδονοβλεψίας» του Μάικλ Πάουελ. Και παρότι το «Ψυχώ» βοήθησε όσο ελάχιστες στο να εδραιώσει ο Χίτσκοκ τη φήμη του «μετρ του σασπένς», ο «Ηδονοβλεψίας» είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Η καριέρα του Μάικλ Πάουελ ουσιαστικά καταστράφηκε με το φιλμ αυτό.
Οι δύο βρετανοί, Χίτσκοκ και Πάουελ, ήταν από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του διεθνούς κινηματογράφου στις αρχές των 60s. Ο Μάικλ Πάουελ μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη του, τον ουγγροεβραίο Έμερικ Πρέμπεργκερ, είχε υπογράψει μερικά από το κορυφαία μεταπολεμικά φιλμ της εποχής. Μάλιστα το 1947 ο «Μαύρος Νάρκισσος» με την Ντένμπορα Κερ παρά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών για τον τρόπο με τον οποίο το σκηνοθετικό δίδυμο απεικόνιζε τη ζωή των μοναχών γυναικών σε ένα μοναστήρι του Νεπάλ πριν αφοσιωθούν στο θείο. Ο ερωτισμός πειρασμός και τα ηθικά διλήμματα των καλογριών αποτελούν κύρια συστατικά της ταινίας, την οποία ο Μάικλ Πάουελ θεωρούσε ως την ερωτικότερη από όσες είχε φτιάξει ως τότε.
Δεκατρία χρόνια μετά ο Πάουελ, μόνος του πλέον, αποφασίζει να φτιάξει ένα ψυχολογικό ερωτικό θρίλερ που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί ποτέ ως τότε ο θεατής. Για το «Peeping Tom» ο Μάρτιν Σκορσέζε έχει πει ότι μαζί με το φελινικό «8½» είναι τα δύο φιλμ «που λένε όλα όσα μπορούν να ειπωθούν για τον κινηματογράφο.» Η ταινία αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το είδος του ψυχολογικού θρίλερ και παραμένει μια από τις πιο προκλητικές και καινοτόμες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Κεντρικός χαρακτήρας του έργου είναι ο Μαρκ Λιούις, ένας εσωστρεφής και ντροπαλός άντρας που τη μέρα εργάζεται ως βοηθός οπερατέρ σε ένα κινηματογραφικό στούντιο και το βράδυ φωτογραφίζει ημίγυμνα μοντέλα στο Λονδίνο. Το τραυματικό παρελθόν του, που έχει σημαδευτεί από τα πειράματα του βιολόγου πατέρα του που μελετούσε πάνω στο άτυχο αγόρι τους μηχανισμούς του φόβου, τον οδηγεί στην ανεξέλεγκτη διαστροφή του. Με μια ειδικά κατασκευασμένη φορητή κινηματογραφική κάμερα δολοφονεί γυναίκες και καταγράφει τις εκφράσεις τρόμου που είχαν λίγο πριν πεθάνουν. Καθώς ο Μαρκ συνάπτει σχέση με την Έλεν, την νοικάρισσα του από τον κάτω όροφο, η μυστική του ζωή αρχίζει να ξεδιαλύνεται.
Ο Μάικλ Πάουελ, με την ιδιαίτερη σκηνοθετική του ματιά, συνδυάζει στοιχεία θρίλερ και δράματος, δημιουργώντας έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα θελκτικός και τρομακτικός. Το «Peeping Tom» είναι μια βαθιά εξερεύνηση της ανθρώπινης φύσης, της εμμονής και της δύναμης της εικόνας, εμβαθύνοντας σε πολύπλοκα θέματα όπως η ηδονοβλεψία και η βία, που ενώ είναι ζοφερά μπορούν να κάνουν τον κινηματογράφο επικίνδυνα γοητευτικό. Η ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας ζωντανεύει ξανά την εντυπωσιακή χρωματική παλέτα της και οξύνει την ένταση της ανατριχιαστικής ερμηνείας του Κάρλχαϊντς Μπεμ, ενώ η κάμερα λειτουργεί όχι μόνο ως εργαλείο καταγραφής αλλά και ως μέσο εξερεύνησης της ανθρώπινης ψυχής. Η μουσική του Μπράιαν Ίσντεϊλ ενισχύει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και αναδεικνύει την ένταση και την εσωτερική σύγκρουση του χαρακτήρα.
Το Peeping Tom» βασίζεται σε σενάριο του Λίο Μαρκς,ο οποίος προφανώς και εμπνεύστηκε το όνομα του καταραμένου ήρωα του (Μαρκ Λιούις) από αναγραμματισμό του δικού του ονόματος. Κατά την κυκλοφορία του σόκαρε το κοινό και τους κριτικούς κι αντιμετώπισε σκληρή υποδοχή, αφού η απεικόνιση της ηδονοβλεψίας και κυρίως ενός δολοφόνου που χρησιμοποιεί μια κάμερα για να καταγράψει τις τελευταίες στιγμές των θυμάτων του θεωρήθηκε ηθικά καταδικαστέα. Ωστόσο πλέον έχει αναγνωριστεί ως ένα πρωτοποριακό αριστούργημα για την ψυχαναλυτική εξερεύνηση του “βλέμματος” διαμέσου της κάμερας, που επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους δημιουργούς, εξασφαλίζοντας τη θέση του ως ορόσημο του βρετανικού κινηματογράφου.
ΠΗΓΗ:documento.gr