Το όνομα της Νικόλ Κίντμαν είναι πλέον, μετά από τρεις παραγωγικότατες δεκαετίες και εντυπωσιακά πολυάριθμες, αξέχαστες πρωταγωνιστικές ερμηνείες, εγγύηση: ο θεατής ξέρει πως αυτό που θα δει θα είναι, σχεδόν σίγουρα, άνω του μετρίου. Η σπουδαία ηθοποιός έχει υπάρξει συνειδητά επιλεκτική και πάντα τολμηρή – υπενθυμίζουμε την πολύ πρόσφατη διάκρισή της με το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας για το “Babygirl” της Ολλανδής Χαλίνα Ρέιν. Παράλληλα με τις εκατοντάδες επιτυχίες της στο σινεμά (αναμεσά τους και ένα Όσκαρ), η Κίντμαν έχει αφήσει το στίγμα της και στο τηλεοπτικό πεδίο με δυο βραβεία Emmys για το “Big Little Lies”, μια υποψηφιότητα για το “Hemingway & Gellhorn”, και τρεις ανατριχιαστικές ερμηνείες στα “The Undoing”, “Top of the Lake” και “The Expats”.
Τώρα, την βλέπουμε στο “Τέλειο Ζευγάρι” (“The Perfect Couple”) του Netflix, κλασικά εντυπωσιακή πλην απογοητευτικά προβλέψιμη, σε έναν ρόλο -και έναν τηλεοπτικό μικρόκοσμο- άκρως περιοριστικό και πολυπαιγμένο, ο οποίος δεν επιτρέπει στο ταλέντο της να αναδειχθεί ως συνήθως. Η σεναριογράφος Τζένα Λάμια (“Good Girls”) και η σκηνοθέτρια Σούζαν Μπίερ (“The Undoing”) επιμελούνται την τηλεοπτική μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου της Ελίν Χίντερμπραντ, βασικοί πρωταγωνιστές του οποίου είναι τα μέλη μιας λευκής πλούσιας οικογένειας, των Γουίνμπερι, και οι στενοί “φίλοι” τους. Όλοι τους, συναντιούνται στην παραθαλάσσια έπαυλη της οικογένειας με αφορμή τον επικείμενο γάμο του μεσαίου γιου, Μπέντζι (Μπίλι Χάουλ) και της Εμίλια (Ιβ Χιούσον), μιας απλής κοπέλας που μοιάζει παράταιρη ανάμεσα στον αριστοκρατικό περίγυρο των πεθερικών της. Το πρωί της μεγάλης μέρας, η θάλασσα “ξεβράζει” ένα πτώμα. Ποιος πέθανε και ποιος σκότωσε;
Αυτά τα δυο ερωτήματα, και πολλά ακόμα που προκύπτουν και αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, απασχολούν τους θεατές κατά τη διάρκεια των έξι ωριαίων επεισοδίων. Όμως η αγωνία που περιμένει κανείς να αισθανθεί παρακολουθώντας μια σειρά μυστηρίου, η οποία πλασάρεται μάλιστα ως binge-worthy, δεν κορυφώνεται στιγμή. Και αυτό γιατί τα περισσότερα σεναριακά “κόλπα” είναι αναμενόμενα, καθιστώντας τις στιγμές που προορίζονταν για κλιμάκωση, απλώς βαρετές. Ακόμα πιο άχαρη δε, μοιάζει η τεμπέλικη απόφαση οι χαρακτήρες να μας συστηθούν όχι οργανικά αλλά λεκτικά, μέσω περιγραφών που επιχειρούν ο ένας για τον άλλον κατά τη διάρκεια των ατομικών τους ανακρίσεων. Από αυτήν την “εύκολη λύση” εξαιρούνται, ευτυχώς, οι δυο πιο ενδιαφέρουσες φιγούρες (και ερμηνείες), “το τέλειο ζευγάρι” των Νικόλ Κίντμαν και Λιβ Σράιμπερ, οι οποίοι κάνουν ότι μπορούν για να δώσουν παλμό σε ένα άψυχο στόρι.
Οι δυναμικές της οικογένειας σκιαγραφούνται εξαρχής ως περίπλοκες (καμία έκπληξη εδώ), με την σχέση μεταξύ των γονιών να ισορροπεί μεταξύ δυσλειτουργίας και τοξικότητας (το “τέλειο” ζευγάρι δεν είναι αυτό που φαίνεται, καμία έκπληξη και εδώ). Τον πρώτο λόγο για οτιδήποτε συμβαίνει ή επρόκειτο να συμβεί στην οικεία Γουίνμπουρι, τον έχει η μητέρα, σύζυγος και μόνη “πηγή εσόδων” της οικογένειας, Γκριρ (Κίντμαν), μια επιβλητική και δημοφιλής συγγραφέας αστυνομικής μυθοπλασίας. Μια γυναίκα ύποπτα συγκροτημένη κάθε ώρα της ημέρας, προνοητική και ειδικός στο damage-control, έχει πλάι της έναν σύζυγο λάτρη των καταχρήσεων (ο ίδιος ο Σράιμπερ πρότεινε την αδιάκοπη χρήση μαριχουάνας ως character trait για τον ρόλο του) και εμμονικά προσκολλημένο πάνω της. Τόσο μεμονωμένα όσο και συνδυαστικά, οι δυο ηθοποιοί καταφέρνουν να καθηλώσουν, έστω και φευγαλαία.
Τελικά, οι σκηνές που μοιράζονται οι δυο τους είναι ίσως το μόνο που θα θυμόμαστε από τη σειρά. Εκτός αν συνυπολογίσουμε και την απόλυτα κριντζ εισαγωγή, στην οποία παρακολουθούμε, γεμάτοι ετεροντροπή, τον ομαδικό χορό του καστ στην παραλία, στον ρυθμό του “Criminal” της Μέγκαν Τρέινορ. Εγκληματική, πράγματι, αυτή η ιδέα της Μπρίερ, στην οποία προσπάθησαν να αντισταθούν σχεδόν όλοι, και κυρίως η Κίντμαν. Η σκηνοθέτρια τους έπεισε, υποστηρίζοντας πως μια τέτοιου είδους εισαγωγή προμηνύει τον ανάλαφρο χαρακτήρα της σειράς και αποφεύγει τη σοβαροφάνεια. Δυστυχώς εμείς δεν πήραμε το μήνυμα και περιμέναμε, αδίκως, περισσότερα.
ΠΗΓΗ:athinorama.gr
ΓΡΑΦΕΙ: ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΛΑΦΑΤΗ