Η Μαρία Κάλλας, γεννημένη ως Σοφία Αννα Μαρία Καικιλία Καλογεροπούλου στις 2 Δεκεμβρίου 1923, δεν ήταν απλώς μια γυναίκα με φωνή θείου δώρου· ήταν μια θρυλική μορφή που γέμισε τις σελίδες της όπερας με πάθος, ίντριγκα και ακαταμάχητη γοητεία. Η ζωή της δεν περιορίστηκε σε μια λαμπρή καριέρα, αλλά υπήρξε ένας συνεχής αγώνας ανάμεσα στον έρωτα, τη δόξα και την προσωπική της τραγωδία.
Θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 σε ηλικία μόλις 53 ετών.
Η σχέση με τη μητέρα της: μια τραγωδία χωρίς κάθαρση
Η σχέση της Μαρίας Καλλας με τη μητέρα της, Ευαγγελία Καλογεροπούλου, ήταν μία από τις πιο πικρές και περίπλοκες πτυχές της ζωής της ντίβας. Από μικρή ηλικία, η Μαρία ένιωσε το βάρος της απαίτησης και της ψυχρότητας που χαρακτήριζαν τη μητέρα της. Μια σχέση γεμάτη ανεκπλήρωτες προσδοκίες, έλλειψη τρυφερότητας και συνεχείς συγκρούσεις, έμελλε να αφήσει βαθιά τραύματα στην ψυχή της Μαρίας.
Η ιστορία αρχίζει στη Νέα Υόρκη, όπου η Μαρία γεννήθηκε το 1923, δεύτερη κόρη της Ευαγγελίας και του Γεωργίου Καλογερόπουλου. Η Ευαγγελία, μια γυναίκα με φιλόδοξο και σκληρό χαρακτήρα, είχε πάντα ένα συγκεκριμένο όραμα για τα παιδιά της, και ιδίως για τη Μαρία. Όμως, η γέννηση της μικρής κόρης, δεν ήταν όπως την περίμενε: η Ευαγγελία επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει αγόρι, και όταν αντίκρισε τη Μαρία, ήταν απογοητευμένη από την έλευση μιας δεύτερης κόρης.
Αυτό το πρώτο πλήγμα δεν ήταν μόνο συμβολικό. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής της, η Μαρία βίωσε την απόρριψη και την ψυχρότητα της μητέρας της. Η Ευαγγελία είχε εστιάσει το ενδιαφέρον της στην πρωτότοκη κόρη, την Υακίνθη, και άφηνε τη Μαρία στο περιθώριο. Ωστόσο, μόλις αντιλήφθηκε το μουσικό ταλέντο της κόρης της, η Ευαγγελία άλλαξε στάση. Η Μαρία έγινε τότε το μέσο για την εκπλήρωση των δικών της φιλοδοξιών.
Όταν η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η μητέρα της έριξε όλο το βάρος στην καλλιέργεια του ταλέντου της μικρής. Η Μαρία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να αφοσιωθεί στη μουσική από τα 13 της. Η μητέρα της την πίεζε αδιάκοπα, απαιτώντας την τελειότητα σε κάθε της κίνηση, κάθε της νότα. Η αγάπη της μητέρας της έμοιαζε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιτυχία. Η μικρή Μαρία δεν ήταν πια παιδί, αλλά μια «μηχανή» που έπρεπε να αποδώσει.
Το 1957, η Κάλλας δήλωσε σχετικά ότι «θα πρέπει να υπάρξει ένας νόμος ενάντια στον καταναγκασμό των παιδιών να δίνουν παραστάσεις σε μικρή ηλικία», συμπληρώνοντας ότι «τα παιδιά πρέπει να έχουν μια υπέροχη παιδική ηλικία. Δεν πρέπει να τους δίνονται υπερβολικά μεγάλες ευθύνες».
Τα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα έκαναν τη ζωή ακόμα πιο δύσκολη. Η Ευαγγελία, που πάντα ζούσε με έντονη φιλοδοξία, άρχισε να εκμεταλλεύεται ακόμα περισσότερο την κόρη της, αναγκάζοντάς την να δίνει συναυλίες και παραστάσεις για χρήματα, σε εξαντλητικές συνθήκες. Σύμφωνα με όσα είχε μοιραστεί η Κάλλας με τον στενό της κύκλο, η μητέρα της κατά την Κατοχή τής πρότεινε τη συντροφιά ανδρών που βρίσκονταν σε καίριες θέσεις, ούτως ώστε να αποκομίσουν φαγητό ή χρήματα.
Η απέχθεια της Κάλλας για τη μητέρα της προκλήθηκε από αυτήν τη συμπεριφορά της. Στο βιβλίο που εξέδωσε αργότερα η μητέρα της με τίτλο, «My Daughter Maria Callas», έγραφε: «Κατοχικοί στρατιώτες και αξιωματικοί που θαύμαζαν το τραγούδισμα της Μαρίας […] μάς έφερναν φαγητό λαθραίως ή μοιράζονταν τις μερίδες τους με εμάς», καταλήγοντας στο ότι «συνολικά η τύχη της Μαρίας κατά τη διάρκεια του πολέμου —και της αδερφής της και η δική μου επίσης— ήταν σημαντικά ευκολότερη από ό,τι των περισσοτέρων Αθηναίων, επειδή λάτρεις της μουσικής που βρίσκονταν ανάμεσα στους αξιωματικούς των δυνάμεων κατοχής υπερέβαλαν εαυτόν για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για εκείνη».
Η ρήξη αυτή κορυφώθηκε όταν η Μαρία, μόλις κέρδισε την πρώτη της διεθνή αναγνώριση και άρχισε να αποκτά αυτοπεποίθηση, αποφάσισε να απομακρυνθεί από την τοξική επίδραση της μητέρας της. Σε μια ύστατη προσπάθεια βελτίωσης της σχέσης τους η ανερχόμενη, τότε, μονωδός πήρε τη μητέρα της μαζί της κατά την πρώτη της επίσκεψη στο Μεξικό το 1950, αλλά εκεί αναβίωσαν παλιοί καβγάδες, με αποτέλεσμα οι δυο τους να μην συναντηθούν ποτέ ξανά. Αργότερα, με αφορμή ορισμένα υβριστικά γράμματά της, η Κάλλας έληξε διά παντός οποιαδήποτε επικοινωνία με τη μητέρα της.
Από εκεί και πέρα, η Ευαγγελία δεν δίστασε να μετατρέψει την απογοήτευσή της σε δημόσια αντιπαράθεση. Με συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά, επιτέθηκε στην κόρη της, κατηγορώντας την ότι την εγκατέλειψε και ότι παραμελεί την οικογένειά της για χάρη της φήμης και του χρήματος. Η Μαρία υπέφερε σιωπηλά από τον πόνο της προδοσίας ενώ πάλευε να ξεφύγει από τις αλυσίδες της μητέρας της. Αλλά οι πληγές που της άφησε αυτή η σχέση, ήταν βαθιές και ανεπούλωτες. Στην καρδιά της Καλλας, υπήρχε πάντα ένα κομμάτι που έμενε ανοιχτό, μια βαθιά πληγή που ούτε η δόξα ούτε οι έρωτες κατάφεραν να γιατρέψουν.
Από ανερχόμενο αστέρι σε prima donna assoluta
Παρά το ταλέντο της, η άνοδος δεν ήταν εύκολη. Ομορφιά και κομψότητα δεν ήταν τα χαρίσματα που τη συνόδευαν από την αρχή. Συχνά, στις πρώτες της εμφανίσεις, αποκαλούνταν «χοντρή» ή «άχαρη», και η κριτική ήταν αδυσώπητη. Όμως, η φωνή της δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Ο συνδυασμός της εκφραστικότητάς της, η ασύγκριτη δεξιοτεχνία στις άριες, και το έντονο ταμπεραμέντο της Κάλλας έκαναν την κάθε εμφάνισή της μια ακαταμάχητη παράσταση.
Το μεγάλο της άλμα ήρθε το 1947 στην Ιταλία, όπου αρχίζει η καταξίωσή της στο ευρωπαϊκό στερέωμα της όπερας. Εκεί την ανακαλύπτει ο μουσικός διευθυντής Τούλιο Σεραφίν, και από τότε, η Καλλας γίνεται η απόλυτη πρωταγωνίστρια στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου. Η φήμη της απλώνεται παντού, από την Αρένα της Βερόνας μέχρι τη Σκάλα του Μιλάνου. Όμως, αυτό που την καθιστούσε μοναδική ήταν η δύναμη της ερμηνείας της. Όχι, απλώς έπαιζε τους ρόλους της, τους ζούσε. Είτε ως Μήδεια, είτε ως Νόρμα ή Λαίδη Μάκβεθ, η Μαρία Κάλλας υπήρξε μια πραγματική θεά της όπερας.
Αλλά πίσω από τα φώτα της σκηνής υπήρχε μια άλλη, ακόμα πιο δραματική παράσταση. Η ζωή της Καλλας ήταν γεμάτη από έντονες και παθιασμένες σχέσεις που σφράγισαν την ύπαρξή της. Η σχέση της με τον επιχειρηματία Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, τον άνδρα που αρχικά ανέλαβε την καριέρα της, έμελλε να την οδηγήσει στην παγκόσμια σκηνή. Αν και ο Μενεγκίνι ήταν 28 χρόνια μεγαλύτερός της, ήταν η σταθερή βάση που της πρόσφερε την αυτοπεποίθηση να αναδειχθεί. Όμως η Καλλας ήταν μια γυναίκα που δεν περιοριζόταν στα συνηθισμένα. Ο γάμος τους έγινε περισσότερο επαγγελματικός παρά ερωτικός.
Ο έρωτας με τον Ωνάση
Και τότε, εμφανίστηκε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο άνδρας που της άλλαξε τη ζωή. Η σχέση τους, από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν, υπήρξε μια καταιγίδα πάθους και αντιπαραθέσεων. Τον Σεπτέμβριο του 1957, σε ένα πάρτι μασκέ που είχε διοργανώσει η διάσημη κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, σύστησε την Κάλλας στον Έλληνα εφοπλιστή και επιχειρηματία Αριστοτέλη Ωνάση. Η φλόγα μεταξύ τους ήταν αδιαμφισβήτητη, και γρήγορα οι φήμες για τη σχέση τους εξαπλώθηκαν στα κοσμικά σαλόνια της εποχής.
Η Κάλλας ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ενώ ο Ωνάσης είχε παντρευτεί την Αθηνά Λιβανού, γόνο πλούσιας εφοπλιστικής οικογένειας, με την οποία είχε δύο παιδιά. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η Μαρία, μία από τις μεγαλύτερες ντίβες της όπερας, θα ερωτευόταν τόσο παράφορα έναν άντρα σαν τον Ωνάση, έναν δισεκατομμυριούχο φημισμένο για τις κατακτήσεις του, που φαινόταν να απολαμβάνει το παιχνίδι της εξουσίας περισσότερο από κάθε τι άλλο.
Δύο χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, ο Ωνάσης κάλεσε την Κάλλας και τον Μενεγκίνι στο θρυλικό γιοτ του, το Christina, για να κάνουν διακοπές μαζί με τη σύζυγό του, Αθηνά. Όσο προχωρούσε η κρουαζιέρα, το φλερτ ανάμεσα σε αυτήν και τον Ωνάση έγινε απροκάλυπτο. Η πιο δραματική σκηνή ήρθε ένα βράδυ, όταν, σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της εποχής, ο Μενεγκίνι φέρεται να έκανε παρατήρηση στη Μαρία για τη συμπεριφορά της με τον Ωνάση. Η Μαρία, απηυδισμένη από τον άνευρο γάμο της, αντέδρασε έντονα και εγκατέλειψε το πλοίο. Αυτό το γεγονός σηματοδότησε και το οριστικό τέλος του γάμου της την ίδια χρονιά.
Η σχέση της με τον Ωνάση έγινε το επίκεντρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η ντίβα της όπερας και ο μεγιστάνας δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να ζουν τον έρωτά τους στο φως της δημοσιότητας. Ο Ωνάσης, με το υπεροπτικό του στιλ, φρόντιζε να την κακομαθαίνει με πανάκριβα δώρα, ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς και πολυτελή γιοτ. Στις κοσμικές συγκεντρώσεις του Παρισιού και του Λονδίνου, η Κάλλας ήταν πλέον στο πλευρό του. Οι δυο τους έμοιαζαν με σύγχρονους θεούς, απολαμβάνοντας κάθε λεπτό της ζωής τους με απόλυτη ένταση.
Ωστόσο, η σχέση τους ήταν τόσο ταραχώδης όσο και παθιασμένη. Ο Ωνάσης ήταν απρόβλεπτος και αμφιλεγόμενος, ενώ η Μαρία, αν και βαθιά ερωτευμένη, έδειχνε να παλεύει συνεχώς με τις ανασφάλειές της. Το 1960, λέγεται πως η Μαρία έμεινε έγκυος από τον Ωνάση, αλλά ο μεγιστάνας την πίεσε να κάνει έκτρωση, κάτι που τη στοίχειωσε για το υπόλοιπο της ζωής της. Ωστόσο, πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι κάτι τέτοιο ήταν απλά ένα κακόβουλο κουτσομπολιό της εποχής.
Παρά το ακραίο πάθος που τους συνέδεε, ο Ωνάσης, γνωστός για τη φιλοσοφία του ότι «ο έρωτας είναι παιχνίδι εξουσίας», ποτέ δεν έδωσε στη Μαρία την πλήρη αφοσίωση που εκείνη επιθυμούσε. Το 1968, η Μαρία έλαβε το πιο σκληρό χτύπημα της ζωής της: ο Ωνάσης την εγκατέλειψε ξαφνικά για να παντρευτεί την Τζάκι Κένεντι, τη χήρα του Αμερικανού προέδρου Τζον Φ. Κένεντι. Η είδηση συγκλόνισε την Καλλας, η οποία ένιωσε προδομένη και ταπεινωμένη.
Η πτώση
Αυτή η εξέλιξη σηματοδότησε την αρχή του τέλους για την ψυχολογική της κατάσταση. Η Μαρία, που πάντα πάλευε με τα συναισθήματά της και τις απογοητεύσεις, βυθίστηκε στην απομόνωση. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μετά τον χωρισμό τους, ο Ωνάσης συνέχισε να επισκέπτεται την Κάλλας, σε μια σχέση που ποτέ δεν έκλεισε οριστικά.
Η φωνή της, επίσης, είχε αρχίσει να εξασθενεί. Οι κριτικές γίνονταν πλέον πιο σκληρές, και οι όπερες δεν τη δεχόντουσαν με τον ίδιο ενθουσιασμό. Η γυναίκα που κάποτε υπήρξε το επίκεντρο του κόσμου της όπερας, έβλεπε σιγά-σιγά τη φλόγα της να σβήνει. Το 1974, έκανε μια τελευταία προσπάθεια να επιστρέψει στη σκηνή, με μια περιοδεία που ωστόσο δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η Μαρία Κάλλας αποσύρθηκε οριστικά στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της απομονωμένη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, η «θεά» της όπερας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 53 ετών, από καρδιακή προσβολή.
Η ζωή της ήταν γεμάτη ένταση και πάθος, με έναν ασίγαστο πόθο να είναι πάντα η κορυφαία. Η Κάλλας δεν ήταν απλώς μια φωνή, ήταν ένας θρύλος, μια γυναίκα που ζούσε μέσα από τις κορυφές και τις ρωγμές της. Η δύναμή της δεν ήταν μόνο στη μουσική, αλλά και στο πώς αναμετρήθηκε με τον έρωτα, την απώλεια και την αιωνιότητα. Παρά τα μεγαλεία, την ταπεινή καταγωγή της δεν την απαρνήθηκε ποτέ. «Να είστε προσεκτικοί όταν λέτε «γκέτο»… η μουσική προέρχεται από εκεί», είπε στον Γάλλο δημοσιογράφο Philippe Caloni στην τελευταία της συνέντευξη το 1977. «Σχεδόν ποτέ δεν έχω δει έναν σπουδαίο μουσικό που να είχε μια ανώτερη τάξη. Υπάρχει κάτι καλό με τα γκέτο γιατί αν προέρχεσαι από εκεί, σε κάνει να θέλεις περισσότερα. Σε κάνει να λες, «Μια μέρα θα γίνω κάποιος»».
Σήμερα, 47 χρόνια μετά τον θάνατό της, η Μαρία Καλλας παραμένει το αξεπέραστο σύμβολο του πάθους και της τραγωδίας, μια αληθινή ντίβα, που η φωνή και η ζωή της συνεχίζουν να γοητεύουν και να συγκινούν.
* Πηγή: Grace (in.gr)