Σε ένα πρόσφατο προφίλ της στο New Yorker επιβεβαίωσε αυτό που πολλοί θαυμαστές της υπέθεταν: «Δεν είμαι ευαίσθητη. Δεν είμαι σεμνότυφη. Αισθάνομαι ότι έχω βιώσει πολλά». Και για να το επιβεβαιώσει ίσως, στις φετινές Χρυσές Σφαίρες φόρεσε ένα κρεμ φόρεμα σχεδιασμένο από την Gabriela Hearst, πάνω στο οποίο ήταν κεντημένο με τον πιο λεπτό και διακριτικό τρόπο ένα μοτίβο αιδοίων με ελαφρώς πιο φωτεινή λευκή κλωστή. Συνεπώς, λοιπόν, το θέμα του νέου της βιβλίου –η γυναικεία επιθυμία– μάλλον δεν αποτελεί έκπληξη.
Το Want [«Θέλω», στα ελληνικά από τις εκδόσεις Bell] είναι μια ανθολογία από σεξουαλικές φαντασιώσεις ανώνυμων γυναικών. Ο εκδότης της Άντερσον κάλεσε γυναίκες από όλο τον κόσμο να υποβάλουν στην ηθοποιό τις φαντασιώσεις τους μέσω μιας διαδικτυακής πύλης, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν περίπου 800.000 λέξεις. «Προφανώς υπήρχε ανάγκη», σχολίασε δηκτικά η Άντερσον. Το βιβλίο της περιλαμβάνει μια επιμελημένη επιλογή από αυτές τις επιστολές. Ως δέλεαρ για το αναγνωστικό κοινό, η Άντερσον μάς λέει ότι κάπου στο βιβλίο περιλαμβάνεται και μια δική της φαντασίωση.
Το όλο πρότζεκτ εμπνεύστηκε από το μπεστ σέλερ του 1973 My Secret Garden: Women’s Sexual Fantasies [«Ο μυστικός μου κήπος: Σεξουαλικές φαντασιώσεις γυναικών»] της Νάνσι Φράιντεϊ, ένα βιβλίο που η Άντερσον λέει ότι διάβασε για να προετοιμαστεί για τον ρόλο της ως σεξοθεραπεύτρια στη σειρά Sex Education. Το βιβλίο της Φράιντεϊ, γράφει, αποκάλυψε ότι «για κάποιες από εμάς το σεξ που έχουμε στο μυαλό μας μπορεί να είναι πιο διεγερτικό από την ίδια τη σωματική πράξη, όσο καυτή κι αν είναι αυτή». Οι επιστολές που δημοσιεύτηκαν σ’ εκείνο το βιβλίο «δεν ήταν λουστραρισμένες, ούτε προσπαθούσαν να είναι λογοτεχνικές» – και το ίδιο ισχύει και για πολλές από τις επιστολές στο «Want».
Μπορεί όμως, ίσως αναρωτηθεί κανείς, ένα βιβλίο που βασίζεται σε «ερωτικό» μπεστ σέλερ που εκδόθηκε πριν από 50 χρόνια να είναι επίκαιρο σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου κάθε είδους σεξουαλικές αναπαραστάσεις, σχέσεις και προτιμήσεις είναι διαθέσιμες στην παλάμη μας (τρόπος του λέγειν) με ένα σάρωμα, ένα πάτημα ή ένα μήνυμα; Η απάντηση εμφατικά καταφατική.
Ταξινομημένες σε θεματικές ομάδες, με τίτλους όπως «Εξουσία και υποταγή», «Οι παρατηρητές και οι παρατηρούμενοι», «Ξένοι» και «Απαλά, απαλά», το μέγεθος των επιστολών κυμαίνεται από λίγες προτάσεις έως αρκετές σελίδες. Η Άντερσον παρέχει μια εισαγωγή σε κάθε κεφάλαιο, στην οποία δεν αναλύει αυτές τις φαντασιώσεις, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι δεν έχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο. «Το επάγγελμά μου είναι ηθοποιός», σημειώνει.
Ένα κλειδί στο κάτω μέρος κάθε καταχώρησης περιγράφει λεπτομερώς ποια είναι η συγγραφέας της κάθε επιστολής με βάση την εθνικότητα, τη θρησκεία, το ετήσιο εισόδημα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την κατάσταση της σχέσης της και το αν έχει παιδιά. Περιέργως, και για λόγους που δεν κοινοποιούνται, η ηλικία δεν περιλαμβάνεται.
Σοφά ποιούσα, η Άντερσον (και αναμφίβολα, οι εκδότες της) επέλεξε να αποφύγει τα πιο ταμπού πεδία που άγγιζε «Ο μυστικός μου κήπος», όπως η αιμομιξία, η παιδοφιλία και η κτηνοβασία. Στο δικό της βιβλίο πάντως, η Άντερσον αναγνωρίζει προσεκτικά τον επικίνδυνο ελέφαντα στο δωμάτιο: τις φαντασιώσεις βιασμού, σημειώνοντας: «Ενώ γενικά δεν επιθυμούσαμε να συμπεριλάβουμε γράμματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τραυματικές αντιδράσεις, θα ήταν ανειλικρινές να μην αναγνωρίσουμε ότι ορισμένες γυναίκες φαντασιώνονται ότι τις «χρησιμοποιούν» στο σεξ … είναι σημαντικό όμως να τονίσουμε ότι πρόκειται για φαντασιώσεις. Και ίσως ο σκοπός της φαντασίωσης είναι τελικά να παρέχει έναν χώρο όπου μπορούμε με ασφάλεια να φανταστούμε και να αναπαραστήσουμε επικίνδυνες δυνητικά καταστάσεις, μέσα στα όρια του μυαλού και του κρεβατιού μας».
Η λέξη «Want» αποτελεί έναν εύστοχο τίτλο, καθώς πολλές από τις φαντασιώσεις έχουν τις ρίζες τους στην επιθυμία, τη λαχτάρα, την ικανοποίηση και την απόλαυση με τρόπους που πιθανώς απουσιάζουν από τη ζωή των επιστολογράφων. Μερικές από τις πιο τολμηρές επιστολές όμως έχουν να κάνουν τόσο με συναισθηματικές όσο και με σωματικές επιθυμίες. Προέρχονται από μια ευάλωτη θέση και αποκαλύπτουν μια βαθιά ανάγκη για αποδοχή και φροντίδα.
Μια επιστολογράφος λέει ότι ονειρεύεται «κάποιον που δεν φοβάται να τραβήξει κοντά το αναπηρικό μου αμαξίδιο, να βάλει φρένο, να με καβαλήσει και να με φιλήσει βαθιά. […] Πολύ συχνά, το σεξ θεωρείται προνόμιο των αρτιμελών». Μια άλλη εξομολογείται: «Όταν του εξήγησα ότι ο καρκίνος απαιτούσε μαστεκτομή για να αφαιρεθεί πλήρως, και του έδειξα το τελικό αποτέλεσμα, δεν υπήρξε κανένα βλέμμα περιφρόνησης ή απώθησης, μου χάιδεψε το στήθος, περνώντας ελαφρά τα δάχτυλά του πάνω από την ουλή και φιλώντας απαλά το σημείο όπου δεν υπήρχε πια ο ιστός».
Αυτό που γίνεται φανερό διαβάζοντας το βιβλίο είναι ότι παρά τα όσα έχουν αλλάξει εδώ και μισό αιώνα, από την εποχή που κυκλοφόρησε το «My Secret Garden», πολλές γυναίκες εξακολουθούν να αισθάνονται τεράστια ντροπή –ή ακόμα και ότι δεν έχουν την άδεια– να αφεθούν στη σεξουαλική τους φαντασίωση. Διαπιστώνει επίσης κανείς ένα είδος αποδοχής (που άλλοτε δηλώνει ανακούφιση, άλλοτε απογοήτευση) εκ μέρους πολλών γυναικών ότι πιθανόν ποτέ δεν θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις, αλλά είναι ευγνώμονες για το καταφύγιο που αυτές τους παρέχουν. Για κάποιες, οι φαντασιώσεις αποτελούν κυριολεκτικά μια σανίδα σωτηρίας.
Ένα απόσπασμα από την επιστολή μιας παντρεμένης συγγραφέως με σεξουαλική ζωή χαμηλής συχνότητας (όχι από επιλογή της): «Το επίπεδο της απόρριψης και της μοναξιάς που ένιωθα για πολλά χρόνια […] ήταν απίστευτα καταστροφικό και ξέρω ότι χωρίς τις φαντασιώσεις μου και την ευκολία μου στην κατασκευή φανταστικών κόσμων, πιθανότατα θα είχα βάλει τέλος στη ζωή μου».
Με στοιχεία από The Washington Post
Πηγή:Lifo