Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά έρχεται και μεταποιεί τον αρχικό λόγο του Σέξπιρ διατηρώντας την ποιητικότητά του, ενώ η σκηνοθετική οπτική του Θέμη Μουμουλίδη μεταφέρει τον Δανό πρίγκιπα Άμλετ στο σήμερα προσπαθώντας να αναδημιουργήσει το ερώτημά του: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;». Ο Άμλετ γνωρίζει εξαρχής ότι αυτός ο κόσμος είναι σάπιος και πρέπει να καταστραφεί: «Καμιά χρήση του κόσμου δεν είναι καλή. Να βουλιάξει!» λέει. Τι λέει όμως ο ίδιος ο σκηνοθέτης; Ισχύει το ερώτημα, η απορία αυτή στο σήμερα; Και, αν ναι, σε ποιο πλαίσιο; Είναι δυνατόν να μην έχουμε εξελιχθεί ως κοινωνία και πολιτισμός από τον 17ο αιώνα έως σήμερα; Στην Ελλάδα τι συμβαίνει με αυτόν τον πολιτισμό; Έχει γίνει εργαλείο εξουσίας ή απλά δεν υπάρχει στο επίπεδο που ορίζουν οι ανάγκες της εποχής; Τα ερωτήματα που θέτει μια τραγωδία σαν τον «Άμλετ» είναι αμείλικτα. Η παράσταση έχει κάνει περιοδεία ανά την Ελλάδα και παίζεται για ακόμα δύο βραδιές, σήμερα στου Παπάγου και την επόμενη Δευτέρα στο Ηρώδειο.
● Τι σημαίνει τελικά το διάσημο ερώτημα του Άμλετ; Και ποιο θα ήταν σήμερα;
Δυστυχώς το ερώτημα δεν έχει αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου και επομένως θα επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές. Η ανθρώπινη ανεπάρκεια είναι αθεράπευτη. Όσο εξορίζονται οι ιδέες και η γνώση περιορίζεται και γίνεται προσχηματική, οι κοινωνίες θα εθίζονται ολοένα και περισσότερο στην ύλη. Η πνευματικότητα του Άμλετ ήταν και θα παραμένει ζητούμενο.
● Το ότι δεν έχει αλλάξει το ερώτημα, τι σημαίνει για εμάς; Μια κοινωνία σε σήψη, ένας κόσμος που δεν είναι για καμία χρήση. Είναι δηλαδή τελείως άχρηστος. Αν αυτό έβλεπε ο Σέξπιρ στην εποχή του, εμείς γιατί δεν βλέπουμε την αλήθεια στη δική μας; Είναι έτσι ο κόσμος μας;
Στη δυστοπική εποχή μας, όπου ο άνθρωπος βομβαρδίζεται από χιλιάδες άχρηστες πληροφορίες και εικόνες, που έχουν στόχο να τον οδηγήσουν ως υπερχρεωμένο πελάτη προϊόντων πολυεθνικών εταιρειών, το ερώτημα παραμένει ίδιο. Και δυστυχώς το ερώτημα θα διατυπώνεται από ολοένα και λιγότερους. Η αγωνία του Άμλετ επιστρέφει στον σύγχρονο άνθρωπο ως αδιέξοδη επανάληψη. Η εκκωφαντική ταχύτητα και ο εθισμός στον σκουπιδότοπο του διαδικτύου δεν μας επιτρέπουν να δούμε, να συνειδητοποιήσουμε, να αντισταθούμε. Ολα γίνονται γρήγορα. Το παγκόσμιο κέντρο λήψης αποφάσεων έχει ως στόχο την υποταγή και τον εθισμό. Το αντίθετο θα ήταν ενάντια στα συμφέροντά του. Ο Αμλετ ομολογεί πως αυτός ο κόσμος, ο «άχρηστος», πρέπει να πεθάνει και τα ερείπια του παλιού κόσμου θα μαρτυρούν ίσως την αρχή ενός νέου καλύτερου κόσμου. Ποιου νέου καλύτερου κόσμου; Βλέπετε κάποιον τέτοιον;
● Τελικά γίνεται να ζεις μια ζωή άξια να βιωθεί; Πώς; Και να βιωθεί ως τι; Ως φάρσα; Ως γκάφα; Ως τρέλα; Ως αγώνας διαρκής;…
Ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι που καταφέρνουν να ζουν μια ζωή άξια να βιωθεί. Είναι εκείνοι, οι ελάχιστοι, που συνειδητά αρνούνται να απολαύσουν τα «δώρα» του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού. Αυτή είναι σήμερα η μεγαλύτερη μορφή αντίστασης. Αλλά είναι μεμονωμένη και ατομική. Ισως η ζωή μπορεί να βιωθεί, ως άξια να βιωθεί, μόνο μέσα από τη συνειδητή απόδραση από την επανάληψη και τον εθισμό… Δύσκολη εξίσωση.
«Το ΥΠΠΟ αγνοεί τις ανάγκες του σύγχρονου πολιτισμού»
● Είδαμε τι έγινε τελευταία με τις θεατρικές επιχορηγήσεις. Το ΥΠΠΟΑ όσον αφορά τον σύγχρονο πολιτισμό φαίνεται να «μη βλέπει» τις ανάγκες του τελευταίου. Μπορεί να υπάρξει σύγχρονο ελληνικό θέατρο αξιοπρεπές υπό αυτές τις συνθήκες ή θα συνεχίσουμε να βλέπουμε απογοητευμένους ηθοποιούς σε κάθε παράσταση, που διαρκεί μόνο δύο μήνες το πολύ;
Το υπουργείο Πολιτισμού αντικειμενικά αδυνατεί να «δει» τις ανάγκες του σύγχρονου πολιτισμού. Γιατί απλά τις αγνοεί. Ακολουθεί μια διαχειριστική πολιτική κωδικών και συσσιτίων, την οποία δυστυχώς αποδέχονται διά της σιωπής οι Έλληνες δημιουργοί. Χωρίς κανένα σχέδιο για τον σύγχρονο πολιτισμό, η υπουργός πελαγοδρομεί, ξοδεύοντας πολύτιμο χρόνο και χρήμα στην επικοινωνία και στους πελάτες της κυβέρνησης. Πανευτυχής, καθώς παραμένει ακλόνητη στη θέση της για μια πενταετία (!!!), αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τη στελεχική γύμνια της κυβέρνησης, αδυνατεί να μιλήσει επί της ουσίας για τον σύγχρονο πολιτισμό και τα προβλήματά του. Η απουσία στοιχειώδους πλαισίου και ελέγχου στην καλλιτεχνική εκπαίδευση οδηγεί στην απαξίωση κάθε έννοιας εκπαίδευσης, η οποία έχει παραδοθεί στα χέρια εμπόρων ονείρων. Αποτέλεσμα, χιλιάδες νέοι άνθρωποι να ταλαιπωρούνται συνωστιζόμενοι -συχνά άνευ λόγου- σε έναν πρωτοφανή πληθωρισμό θεατρικών παραγωγών.
Παράλληλα η υπουργός επιλέγει το παντεσπάνι αντί για ψωμί. Ένα ανούσιο πανηγύρι που φέρει την υπογραφή της (αναφέρομαι στο «Όλη η Ελλάδα – Ένας πολιτισμός») είναι το «όραμά» της. Κι όμως με τα χρήματα αυτού του «αβάσταχτου πυροτεχνήματος» θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας πανίσχυρος και βιώσιμος θεσμός οκτώ τουλάχιστον περιφερειακών θεάτρων που θα άλλαζαν δυναμικά τον εθνικό θεατρικό χάρτη. Ομως η εγκατάλειψη των θεσμών είναι συνειδητή πολιτική επιλογή.
● Στην αρχαία Αθήνα το θέατρο ήταν ένας από τους βασικούς θεσμούς της δημοκρατίας. Πλέον αποτελεί πολυτέλεια ειδικά για μια οικογένεια, αλλά όχι μόνο. Τι σημαίνει αυτό για μια κοινωνία και για την ίδια τη δημοκρατία μας;
Οι αρχαίοι δεν συζητούσαν τα αυτονόητα. Ο πολιτισμός ήταν δημόσιο δωρεάν αγαθό. Οταν τα πάντα γίνονται εμπόρευμα προς πώληση, είναι φυσικό να επέρχεται η «ρύθμιση» της αγοράς και το «προϊόν» να ακριβαίνει. Αυτό είναι ένας τεράστιος κίνδυνος για τη δημοκρατία. Στο μέλλον ολοένα λιγότεροι θα έχουν τη δυνατότητα προσέγγισης του έργου τέχνης.
Η επέλαση του λαϊκισμού
● Επιστρέφοντας στο έργο του Σέξπιρ, ποια είναι η τραγωδία του Αμλετ ως σύγχρονου ανθρώπου; Και πώς γίνεται να επέλθει η κάθαρση, ως μη αυτοκαταστροφή, σε έναν κόσμο που ο φασισμός νομιμοποιείται θεσμικά και πάλι μετά από 100 χρόνια και ο πόλεμος μετατρέπεται σε ριάλιτι, με χαμηλή θεαματικότητα μάλιστα;
Όσο τα υπερκέρδη των πολυεθνικών θα αυξάνουν, όσο οι κοινωνίες θα πιέζονται και η ελευθερία θα συρρικνώνεται, τόσο θα κάνει επέλαση ο λαϊκισμός. Τον φασισμό τον δημιουργούν οι αντικοινωνικές πολιτικές επιλογές, η φτώχεια, η έλλειψη παιδείας και η βία του συστήματος εξουσίας απέναντι στους ανυπεράσπιστους που καθημερινά πληθαίνουν. Η άνοδος των ακροδεξιών-φασιστικών κομμάτων είναι το απότοκο των οικονομικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, η κοινωνία μοιάζει να έχει απολέσει τα αντανακλαστικά της. Δεν αντιδρά, επιλέγοντας την αποχή. Έτσι, την ώρα που σιωπηλή παρακολουθεί τον κόσμο να «γέρνει και να γκρεμίζεται» προσπαθεί να βγάλει σέλφι, με φόντο τη στιγμή της πτώσης της.
Αναστάσης Ροϊλός: «“Αξίζει να ζεις σε έναν κόσμο τόσο αβέβαιο;” θα ρωτούσε σήμερα ο Αμλετ»
«Σε γενικές γραμμές, το ερώτημα του Άμλετ εκφράζει τον βαθύ προβληματισμό για τη ζωή, τον θάνατο και το νόημα της ύπαρξης. Είναι μια αναζήτηση για έναν λόγο να ζει κανείς, μια προσπάθεια να βρει νόημα σε έναν κόσμο που συχνά φαίνεται άδικος και σκληρός. Αν ο Αμλετ ζούσε σήμερα, τα ερωτήματά του θα μπορούσαν να εκφραστούν με πολλούς τρόπους, ανάλογα με τα προβλήματα και τις προκλήσεις της εποχής μας. Μερικά παραδείγματα σύγχρονων εκφράσεων αυτού του διλήμματος θα μπορούσαν να είναι: “Αξίζει να προσπαθείς σε έναν κόσμο τόσο αβέβαιο;”. Αυτή η ερώτηση αντικατοπτρίζει την ανησυχία για το μέλλον, την κλιματική αλλαγή, τις πολιτικές αναταραχές και άλλες απειλές που πλανώνται πάνω από την ανθρωπότητα. “Εχει νόημα να συνεχίσω όταν όλα φαίνονται μάταια;”. Αυτή η ερώτηση εκφράζει την απογοήτευση από την καθημερινότητα, την αίσθηση της ανεπάρκειας και την έλλειψη στόχων. “Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μου σε μια ψηφιακή εποχή;”. Αυτή η ερώτηση αναδεικνύει την αποξένωση που μπορεί να προκαλέσει η τεχνολογία και την ανάγκη για ανθρώπινη σύνδεση και νόημα… Υπάρχουν πολλές ακόμα πιθανές εκδοχές και παραλλαγές της ερώτησης. Στην ουσία, όμως, το ίδιο ερώτημα στέκεται ως έχει και στο σήμερα και στο διηνεκές».
♦ Πληροφορίες: Η παράσταση ανεβαίνει ακόμη δύο φορές: Σήμερα 23/9 στις 20.30 στο Κηποθέατρο Παπάγου και την προσεχή Δευτέρα 30/9, πάλι στις 20.30, στο Ηρώδειο. Προπώληση: more.com. Διάρκεια: 110’. Εισιτήρια από 18 €.
Παίζουν: Αναστάσης Ροϊλός (Αμλετ), Ιωάννα Παππά (Γερτρούδη), Μιχάλης Συριόπουλος (Κλαύδιος), Θοδωρής Σκυφτούλης (Πολώνιος – νεκροθάφτης), Θανάσης Δόβρης (Βερνάρδος Ρόζενγκραντζ, Ηθοποιός, Οσρικ, Λοχαγός), Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου (Γκίλδενστερν), Τζένη Καζάκου (Οφηλία), Αρης Νινίκας (Οράτιος), Δημήτρης Αποστολόπουλος (Λαέρτης, Φόρτεμπρας).
ΠΗΓΗ:efsyn.gr / ΝΟΡΑ ΡΑΛΛΗ