Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τον θάνατο του Τζάκομο Πουτσίνι. Τα έργα του γνωρίζουν αμείωτη δημοφιλία από τότε που πρωτοανέβηκαν, ενώ, σύμφωνα με έγκυρες, διεθνείς καταγραφές, κατατάσσονται στα πιο συχνά παρουσιαζόμενα παντού στον κόσμο.
Ο Ιταλός συνθέτης υπήρξε γόνος μουσικής «δυναστείας» που ξεκίνησε τέσσερις γενιές νωρίτερα, την εποχή του μπαρόκ. Γεννήθηκε στη Λούκα της Τοσκάνης το 1858 και πέθανε στις Βρυξέλλες το 1924 από επιθετικό καρκίνο του λάρυγγα καθώς ήταν διά βίου αρειμάνιος καπνιστής. Από τις δώδεκα όπερες που συνέθεσε, σήμερα παρουσιάζονται συχνότερα οι οκτώ: «Μανόν Λεσκό» (1893), «Μποέμ» (1896), «Τόσκα» (1900), «Μαντάμα Μπατερφλάι» (1904), το τρίπτυχο των μονόπρακτων «Μανδύας», «Αδελφή Αγγελική» και «Τζάνι Σκίκι» (1918) και η εξωτική, ημιτελής «Τουραντότ», που πρωτοπαρουσιάστηκε μετά τον θάνατό του, το 1926.
Όλες τους είναι 100% καρποί της εποχής και του τόπου. Πρόκειται για καθαρόαιμα ιταλικά λυρικά έργα των αρχών του 20ού αιώνα, με χυμώδεις, αισθαντικές –«πιασάρικες» θα λέγαμε– μελωδίες, μουσική άμεση, θεματολογία φορτωμένη από συναίσθημα και ανενδοίαστα εντυπωσιοθηρική δραματουργική διαχείριση οδηγημένη από κινηματογραφικό ένστικτο. Με εξαίρεση τον βιτριολικά κωμικό «Τζάνι Σκίκι», στις υποθέσεις τους –όπως συχνά στις όπερες του 19ου και του 20ού αιώνα- οι γυναίκες υποφέρουν και στο τέλος πεθαίνουν: λάγνες ή ψυχρές, άρρωστες, ασήμαντες, άτυχες ή αδύναμες, λαμπερές, ματαιόδοξες και επιπόλαιες, έμμεσα ή άμεσα προδιαγεγραμμένα θύματα… Αν αυτό ανταποκρινόταν συγκαλυμμένα στις ανδρικές φοβίες και στο φορτισμένο πνεύμα των δεκαετιών στη φάση ανάδυσης του φασισμού, σήμερα προβάλλει ανελέητα εκτεθειμένο στη «woke» κριτική για τον παντοειδή –σεξιστικό, μισογύνικο, κοινωνικό, αποικιοκρατικό– ρατσισμό του. Αυτό δίχως κατ’ ελάχιστον να υπονομεύει την αμείωτη δημοτικότητα των ίδιων των έργων και παρά τις αποεξιδανικευτικά εκσυγχρονιστικές σκηνοθεσίες. Εξαιρετικά δείγματα συνιστούν ανεβάσματα σε διεθνείς σκηνές με αφορμή τη φετινή επέτειο, όπως αυτό της εκπληκτικής «Τουραντότ» του Κλάους Γκουτ στη Βιέννη με τον Γιόνας Κάουφμαν και την Ασμίκ Γκριγκοριάν….
«Στα ουράνια νέφη βλέπω, καπνίζει με χίλια τζάκια το Παρίζι…»
Πολυδιάστατο ενδιαφέρον έχει η μεγάλη, αμείωτη απήχηση του Πουτσίνι στην Ελλάδα, όπου οι όπερές του παρουσιάστηκαν πάρα πολύ νωρίς, αρχικά από ιταλικούς περιοδεύοντες θιάσους όπερας και μετά από το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα. Διατρέχοντας τον Β’ Τόμο της Ιστορίας της Μουσικής στην Ελλάδα που εξέδωσε το Ωδείο Αθηνών πέρυσι, διαπιστώνουμε ότι οι Αθηναίοι πρωτάκουσαν «Μποέμ» και «Μανόν Λεσκό» από τον θίασο Γκονζάλες στο Δημοτικό Θέατρο το 1898. Το 1900 ακολούθησε η «Τόσκα», που ο θίασος της Εμίλια Νταρβία παρουσίασε διαδοχικά στην Αθήνα και στην τότε οθωμανική Θεσσαλονίκη μόλις έντεκα μήνες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στη Ρώμη. Στις 26/4/1900, ο νεοπαγής θίασος του Γ’ Ελληνικού Μελοδράματος υπό τον Λαυράγκα έδωσε στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας την πρώτη του παράσταση, ανεβάζοντας –στα ελληνικά– «Μποέμ». Τις δεκαετίες εκατέρωθεν του 1900 γίνονται στην κοσμοπολίτικη Σύρο αλλεπάλληλες παρουσιάσεις έργων του Πουτσίνι, όπου, μεταξύ ανεβασμάτων της «Μποέμ», παρουσιάζεται η «Μαντάμα Μπατερφλάι», πιθανότατα για πρώτη φορά ενώπιον ελληνόφωνου κοινού. Το 1919 παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών η «Μαντάμα Μπατερφλάι» από τον Θίασο Κυπαρίσση με πρωταγωνίστρια την Αρτέμιδα Κυπαρίσση. Αντίστοιχα συμβαίνουν την ίδια περίοδο σε μικρότερες ελλαδικές πόλεις αλλά και στα μεγάλα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου, ακόμη και στην Κρήτη.
Βέβαια, όσον αφορά αυτές τις «πρώτες», ας θυμόμαστε ότι συνέβαιναν πριν από την ευρεία διάδοση των ηλεκτρικών μέσων αναπαραγωγής ήχου, τότε που ακόμη η ζωντανή παρουσίαση ήταν ο μόνος τρόπος να ακούσει κανείς όπερα. Συνεπώς, με εξαίρεση κορυφαία, διεθνή λυρικά θέατρα της εποχής, αυτές οι παρουσιάσεις ενείχαν μια διάσταση «συμβιβαστική» –μέγεθος ορχηστρών και χορωδιών, πιστότητα απόδοσης, επίπεδο τραγουδιού, περικοπές κ.λπ.– και, πιθανότατα, απείχαν πολύ από αυτό που αποδεχόμαστε σήμερα ως ανεκτό. Κλείνοντας, ας συμπληρώσουμε ότι μετά την επίσημη έναρξή της με την οπερέτα «Η Νυχτερίδα», η πρώτη όπερα που ανέβασε η νεοσύστατη ΕΛΣ το 1940-41 ήταν η «Μαντάμα Μπατερφλάι». Μέχρι σήμερα οι όπερες του Πουτσίνι κατέχουν ασυναγώνιστα κυρίαρχη θέση στο δραματολόγιο του μοναδικού λυρικού μας θεάτρου.
ΠΗΓΗ:efsyn.gr