Τεράστια παραμένει η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τις χώρες του ΟΟΣΑ, την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη στους τομείς της απασχόλησης και της ανεργίας, αλλά και της εύρεσης εργασίας για τους νέους.
Τα συγκρίσιμα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι σε επίπεδο απασχόλησης η χώρα μας υπολείπεται τουλάχιστον 10 ποσοστιαίες μονάδες για να καλύψει την απόσταση που τη χωρίζει από τον μέσο όρο των κρατών του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).
Ακόμα χειρότερα, η ψαλίδα ανοίγει και φτάνει στις 15 μονάδες αν η σύγκριση γίνει με την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη.
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του γ.γ. Εργασίας, Νίκου Μηλαπίδη, ο οποίος με δήλωσή του στη «Ν» τονίζει τη σημασία που έχει για την αγορά μια επιχείρηση να εντάσσει «την κατάρτιση των εργαζομένων της στο πλαίσιο των επενδύσεών της, αν θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική».
Από την πλευρά του, ο γνωστός εργατολόγος, καθηγητής Αλέξης Μητρόπουλος, εκτιμά ότι «η μείωση της ανεργίας στη χώρα μας στηρίζεται κυρίως στη μείωση της απασχόλησης».
Στο πεδίο της ανεργίας, το μονοψήφιο ποσοστό που έχει εμφανίσει η Ελλάδα από τον Ιούνιο και μετά, δεν μπορεί να κρύψει την απόσταση που τη χωρίζει από ΟΟΣΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην πρώτη περίπτωση, η ανεργία στη χώρα μας είναι σχεδόν διπλάσια, ενώ σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η διαφορά φτάνει στις 4,5 μονάδες.
Ειδικά αν η σύγκριση γίνει σε σχέση με την ανεργία των νέων (15 – 24 ετών), διαπιστώνεται πως η διαφορά είναι υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και τουλάχιστον 8 μονάδες από τις χώρες της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης.
Χάσμα όμως υπάρχει και ως προς την εργασία ανάμεσα στα δύο φύλα, καθώς και εκεί διαπιστώνονται διαφορές διπλάσιες συγκριτικά τόσο με τον ΟΟΣΑ όσο και με την Ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ανάλυση των δεδομένων για τους δείκτες ανεργίας και απασχόλησης στην Ελλάδα έχει γίνει από την Ένωση Ιδιωτικών Εταιριών Απασχόλησης (ΕΝΙΔΕΑ), που έχει λάβει τον φετινό Ιούνιο ως μέτρο σύγκρισης, καθώς έτσι μπορούν να υπάρξουν αντίστοιχα στοιχεία από τους δείκτες του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και της Ευρωζώνης, σύμφωνα με την Eurostat.
Οι προκλήσεις σε επίπεδο νέων και γυναικών
Το ποσοστό απασχόλησης τον φετινό Ιούνιο, στις ηλικίες 15-64 ετών, στην Ελλάδα είναι 62%, σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (70,1%), της Ε.Ε. (75,2%) και της Ευρωζώνης (75,2%).
Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα υπολείπεται σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενίσχυση της απασχόλησης μέσω πολιτικών στήριξης της εργασίας.
Η συμμετοχή των ηλικιών 15-64 ετών στην ελληνική αγορά εργασίας είναι 69,3%, ελαφρώς χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (73,8%) και της Ε.Ε. (75,2%).
Αυτό σημαίνει πως, παρά τις δυσκολίες, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού είναι ενεργό στην αγορά εργασίας, αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τους νέους.
Το συνολικό ποσοστό ανεργίας (άνω των 15 ετών) στην Ελλάδα είναι 9,6%, που είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (5%) και σημαντικά υψηλότερο από την Ε.Ε. (6%) και την Ευρωζώνη (6.5%).
Παρά την πτώση των τελευταίων ετών, η ανεργία στην Ελλάδα παραμένει υψηλή, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Το ποσοστό ανεργίας των νέων (15-24 ετών) στην Ελλάδα ανέρχεται στο 22,5%, σημαντικά υψηλότερο από τον ΟΟΣΑ (10,9%), την Ε.Ε. (14,4%) και την Ευρωζώνη (14,1%).
Παρά τη μείωση, η ανεργία στους νέους εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, που επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Το χάσμα ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα είναι 8,4%, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (4,7%), της Ε.Ε. (5,8%) και της Ευρωζώνης (6,2%).
Αυτό δείχνει ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν δυσανάλογα μεγαλύτερες δυσκολίες στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές που προάγουν την ισότητα στην εργασία.
Από τα στοιχεία αυτά προκύπτουν και οι προκλήσεις της ελληνικής αγοράς εργασίας, όπως η χαμηλή συμμετοχή και η υψηλή ανεργία, ιδιαίτερα στους νέους και στις γυναίκες.
Άρα, επανέρχονται στο προσκήνιο οι στοχευμένες πολιτικές που προάγουν την ένταξη στην εργασία, την εκπαίδευση και την κατάρτιση και η δημιουργία ενός πιο ευέλικτου και ισότιμου εργασιακού περιβάλλοντος, σύμφωνα με την ΕΝΙΔΕΑ.
Πώς θα βελτιωθούν οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς εργασίας – Τι δηλώνουν στη «Ν»
Ν. Μηλαπίδης, γ.γ. Εργασίας: Αντιστοίχιση δεξιοτήτων και αναγκών
Μέσα σε 5 χρόνια η ανεργία μειώθηκε από το 17,5% στο 9,5%. Πρόκειται για την υψηλότερη μείωση της ανεργίας στην Ευρώπη και ταυτόχρονα για το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στη χώρα από το 2009 και μετά. Τα στοιχεία της απασχόλησης είναι και αυτά ενθαρρυντικά και δείχνουν πως τα μέτρα αύξησης της απασχόλησης και διεύρυνσης του εργατικού δυναμικού αποδίδουν.
Οι θέσεις εργασίας έχουν αυξηθεί κατά περίπου 500.000 μέσα στα τελευταία 5 χρόνια, ενώ πλέον απασχολούνται περίπου 260.000 περισσότερες γυναίκες και 70.000 περισσότεροι νέοι έως 24 ετών. Καθώς πλησιάζουμε τον πυρήνα της διαρθρωτικής ανεργίας, είναι πιο κρίσιμο από ποτέ να εξασφαλίσουμε τη βέλτιστη αντιστοίχιση δεξιοτήτων και αναγκών της αγοράς.
Μέσω των ενεργητικών πολιτικών για την ενίσχυση της απασχόλησης έχουν επιτευχθεί σημαντικοί στόχοι, καθώς δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατάρτιση των ωφελούμενων σε πράσινες και ψηφιακές δεξιότητες.
Ακόμα σημαντικότερος είναι όμως ο ρόλος της ίδιας της αγοράς. Είναι πλέον σαφές πως μια σύγχρονη επιχείρηση οφείλει να εντάσσει την κατάρτιση των εργαζομένων στο πλαίσιο των επενδύσεών της εάν θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική με βιώσιμο τρόπο, ενώ η πολιτεία οφείλει να ενισχύσει αυτή την προσπάθεια μέσα από κατάλληλα σχεδιασμένες πολιτικές.
Αλ. Μητρόπουλος, εργατολόγος: Απόκλιση μεταξύ ΔΥΠΑ και ΕΛΣΤΑΤ
Είναι αληθές ότι το γενικό ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σημαντικά στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Είναι επίσης αληθές ότι για τρίτο συνεχή μήνα, σύμφωνα πάντα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας έχει περιοριστεί κάτω του 10%.
Βέβαια, στις δειγματοληπτικές της έρευνες η ΕΛΣΤΑΤ, όπως η ίδια μας ενημερώνει κάθε μήνα, δεν καταμετρά στους καταλόγους των ανέργων αυτούς που εργάζονται τουλάχιστον μία ώρα την εβδομάδα (4 ώρες τον μήνα), καθώς και τους μακροχρόνια ανέργους.
Αυτό βέβαια που προβληματίζει εμάς τους ερευνητές είναι η σταθερά μεγάλη απόκλιση των ποσοστών ανεργίας μεταξύ ΔΥΠΑ και ΕΛΣΤΑΤ.
Έτσι, για τον μήνα Ιούλιο 2024 η απόκλιση μεταξύ των δύο οργανισμών είναι 8,53%, αφού η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε 444.402 εγγεγραμμένους ανέργους (ποσοστό ανεργίας 9,5%), ενώ η ΔΥΠΑ ανακοίνωσε 843.542 ανέργους (ποσοστό ανεργίας 18,3%).
Το πιο σημαντικό «ποιοτικό» εύρημα πάντως είναι το γεγονός ότι από το 2009 μέχρι σήμερα έχουν χαθεί 317.000 θέσεις εργασίας (ποσοστό 6,5%).
Το τελευταίο στοιχείο μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μείωση της ανεργίας στηρίζεται κυρίως στη μείωση της απασχόλησης.
Οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν για περαιτέρω μείωση της ανεργίας στα επίπεδα της Ε.Ε. με τη δημιουργία σταθερών και καλοπληρωμένων θέσεων πλήρους απασχόλησης.
Δ. Τεμπονέρας, εργατολόγος: «Σήμα» για brain regain
Η εικόνα της απασχόλησης στη χώρα μας δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας και διαψεύδει τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης για τη μείωση της ανεργίας.
Η απασχόληση παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, στα 4,327 εκατομμύρια άτομα και είναι σημαντικά μειωμένη, κατά περίπου 224.000 εργαζόμενους, σε σχέση με τον αριθμό των απασχολούμενων (4,551 εκατ.) κατά τον Αύγουστο του 2009.
Το πρόβλημα στην αγορά εργασίας είναι πολυδιάστατο και απαιτούνται ουσιαστικά αναπτυξιακά μέτρα, που θα οδηγήσουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε αύξηση των μισθών και, βέβαια, σε αύξηση του εργατικού δυναμικού, επαναπατρίζοντας σημαντικό αριθμό εργαζόμενων που εγκατέλειψαν τη χώρα.
Ενδεικτικά, στην τετραετία 2019-22 υπολογίζεται ότι εγκατέλειψαν τη χώρα συνολικά 283.801 άνθρωποι που ανήκουν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό.
Οι 71.467 ήταν ηλικίας 15-24 ετών, οι 161.023 ηλικίας 25-44 ετών και οι 51.311 ηλικίας 45-64 ετών.
Και πάλι το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 58%) ανήκει στην ενδιάμεση ηλικιακή κατηγορία των 25-44 ετών.
Καθοριστική στη διαμόρφωση μιας πλασματικής εικόνας για την ανεργία είναι και η αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που τείνουν να γίνουν κυρίαρχες στην ελληνική αγορά εργασίας.
Δ. Καραγεωργόπουλος, υπεύθυνος Επικοινωνίας ΓΣΕΕ – Υπάρχουν δομικά προβλήματα
Η ανεργία στην Ελλάδα σημειώνει σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρά τη μείωση από τα επίπεδα ρεκόρ που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η ανεργία στην Ελλάδα παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Η ανεργία στους νέους και στις γυναίκες στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα υψηλή, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό ανεργίας των νέων είναι αισθητά χαμηλότερο.
Αυτή η μεγάλη απόκλιση υποδεικνύει δομικά προβλήματα στην ελληνική αγορά εργασίας, όπως η έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης και η μακροχρόνια ανεργία.
Όταν εξετάζουμε τα ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρατηρείται το αντίθετο φαινόμενο από την ανεργία. Δηλαδή, η Ελλάδα έχει χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή η διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης δείχνει ότι η ελληνική οικονομία δυσκολεύεται να δημιουργήσει θέσεις εργασίας ή να ενσωματώσει μεγάλες μερίδες του πληθυσμού στην αγορά εργασίας.
Οι μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η αργή ανάπτυξη, η γραφειοκρατία και η περιορισμένη κινητικότητα της εργασίας, συμβάλλουν στο χαμηλό επίπεδο απασχόλησης.
ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ